κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ορντόνιο — Όνομα βασιλιάδων της Αστρουρίας και της Λεώνης στην Ισπανία. 1. Ο. Α’. Βασιλιάς της Αστουρίας (9ος αι.). Γιος του Ραμΐρου A’, διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο το 850. Το σημαντικότερο γεγονός της βασιλείας του είναι η μάχη της Ριόχα κατά την… … Dictionary of Greek
Συργιάννης — Βυζαντινός στρατηγός, από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Κομάνο. Έζησε τον 13o αι. Διετέλεσε στρατηγός στα χρόνια του Ανδρόνικου B’ Παλαιολόγου (1282 1328), από τον οποίο και καθαιρέθηκε για τις καταχρήσεις του. Τελικά, με τη βοήθεια αυλικών,… … Dictionary of Greek
άρπαγος — (6ος αι. π.Χ.).Μήδος στρατηγός, στον οποίο ο βασιλιάς Αστυάγης είχε αναθέσει να σκοτώσει τον νεογέννητο εγγονό του Κύρο Β’, γιο της κόρης του Μανδάνης και του βασιλιά των Περσών Καμβύση Α’. Ο Ά. δεν πραγματοποίησε την εντολή του βασιλιά και… … Dictionary of Greek
αιφνιδιασμός — Στην πολεμική τέχνη α. ονομάζεται η πολεμική ενέργεια που προετοιμάζεται με άκρα μυστικότητα και εκτελείται με μεγάλη ταχύτητα με σκοπό να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων των αντιπάλων, καταλαμβάνοντας απροετοίμαστο –για μια τέτοια ενέργεια–… … Dictionary of Greek
αντέγγραφο — το έγγραφο που συντάσσεται για ν ανατρέψει εν όλω ή εν μέρει την ισχύ ή την αποδεικτική δύναμη άλλου έγκυρου εγγράφου … Dictionary of Greek
αντένσταση — η ένσταση που υποβάλλεται για ν ανατρέψει ένσταση του αντιδίκου … Dictionary of Greek
αντεπερώτηση — η επερώτηση που γίνεται για να ανατρέψει άλλη επερώτηση ή να προκαλέσει αντιπερισπασμό … Dictionary of Greek